- πυρέττοντα
- πυρέσσωto be feverishpres part act neut nom/voc/acc pl (attic)πυρέσσωto be feverishpres part act masc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
болѣти — БОЛ|ѢТИ (324), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть больным, хворать: нѣкто болѩ лазорь. УСт XII/XIII, 18; [Владимир] болѩше велми. въ неи же болѣзни и сконцасѩ Парем 1271, 261; ѡ оударивъшимь в бою ближ(н)ѩг... лѩжеть же на ѡдрѣ болѩ. КР 1284, 261г; впаде в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek